- πλημνόδετον
- πλημνόδετον, τό,A hoop to secure the spokes in the nave, Poll.1.145.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλημνόδετον — hoop to secure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημνόδετο — το / πλημνόδετον, ΝΜΑ μικρό μεταλλικό εξάρτημα που συνδέει την ακτίνα ενός τροχού με την πλήμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμνη + δετον (< δετός < δῶ «δένω»), πρβλ. μαστό δετον, ουλό δετον] … Dictionary of Greek